Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λῠσαί με δεσμῶν τῶνδε

См. также в других словарях:

  • λιπαρώ — λιπαρῶ, έω (Α) 1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου 3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»